καναπιτσόσπορος

καναπιτσόσπορος
ο
1. ο σπόρος τής καναπίτσας*.
2. παροιμ. «τού 'δωκε φύκια και πήρε καναπιτσόσπορο» — για ανταλλαγή πραγμάτων που δεν έχουν καμιά αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < καναπίτσα (< ιταλ. canapuccia < + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. ηλιό-σπορος, πεπονό-σπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”